- ρηγάτο
- τοτο βασίλειο ή η βασιλική εξουσία: Έσβησαν τα ρηγάτα μου, εχάθηκαν τα πλούτη (Ερωτόκριτος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρηγάτο — το / ρηγᾱτον, ΝΜ [ῥήξ, ῥηγός] 1. βασίλειο («τῆς Δύσεως τὰ ρηγᾱτα», Χρον. Μoρ.) 2. βασιλική εξουσία … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
ρηγάδικος — η, ο και ρηγαδικός, ή, ό και ρηγάτικος, η, ο και ρηγατικός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ρήγα («στο στάβλο το ρηγατικό», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. ρηγάδες τού ρήγας, ενώ ο τ. ρηγατικός < ρηγάτο] … Dictionary of Greek